Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



γάλα, το


Ερμηνεία:

[του γάλακτος, τα γάλακτα, των γαλάκτων, στη Δημοτική: γάλατα χωρίς γενική πληθ. (το λευκό ή ελαφρώς κιτρινωπό παχύρευστο υγρό που παράγεται και εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλαστικών ζώων και της γυναίκας, μετά τον τοκετό. Το γάλα είναι απαραίτητη τροφή στη νεογνική, βρεφική,, νηπιακή και παιδική ηλικία των παιδιών του ανθρώπου]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) το γάλα , Καινή Διαθήκη 5 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ἡ χιὼν καὶ τὸ γάλα εἶναι αἱ δύο προχειρότεραι κοινοτοπίαι διὰ τὴν λευκότητα νεαρᾶς γυναικός [Άσπρη σαν το χιόνι]

… Ἀσπροκολοβολοῦσα μου, καὶ ἄσπρη σὰν τὸ γάλα, σένα σοῦ πρέπει λεβεντιά, σοῦ πρέπει καὶ καβάλα. …[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: